ΤΖΟΥ (ΜΕΡΟΣ Α)

Ξύπνησα κουλουριασμένος σε ένα εγκαταλελειμμένο βαγόνι τρένου. Με πονούσαν τα πλευρά μου αφόρητα, λες και με έσφιγγε κανένας κροταλίας όλο το βράδυ, και ήμουν μούσκεμα στον ιδρώτα. Κοίταξα γύρω μου και στην απέναντι γωνία, ανάμεσα σε κάτι σάπια παλιοκαθίσματα, κοιμόταν ο Ντάνι, ο φιλαράκος μου.

«Τι στο διάολο έγινε χτες βράδυ;» αναρωτήθηκα, ενώ προσπαθούσα να κουμπώσω το μισάνοιχτο πουκάμισό μου. Το στραβοκούμπωσα αλλά δεν με πείραζε. Ο Ντάνι κοιμόταν σαν πουλάκι, ούτε η ανάσα του δεν ακουγόταν. Αν δεν έτριζε τα δόντια του, θα πήγαινα να δω αν ανασαίνει. Πήγα και τον ταρακούνησα μπας και ξυπνήσει. Μάταια όμως. Εκείνος άλλαξε πλευρό και συνέχισε τις REM βόλτες του.

Βγήκα από το βαγόνι και το μέρος εκεί έξω ήταν εντελώς ξένο, μύριζε λίγο χωριό και λίγο πόλη. Προσπάθησα να θυμηθώ πώς βρεθήκαμε εκεί, αλλά τζάμπα ο κόπος. Κατέβηκα από το βαγόνι και ακολούθησα το ένστικτό μου να βρω ένα καφενείο να πιω λίγο καφέ μπας και συνέρθω. Έστειλα μήνυμα στο κινητό του Ντάνι, μόλις ξυπνήσει να ψάξει να με βρει.

Μια κοκκινομάλλα πέρασε από μπροστά μου και το άρωμά της γαργάλισε τα ρουθούνια μου, με ξύπνησε κάπως. Μπήκα σε ένα μπακάλικο να αγοράσω καπνό και και τα υπόλοιπα συμπράγκαλα, αναπτήρα, χαρτάκια, φιλτράκια, και ο τύπος στο γκισέ μου έκλεισε το μάτι πονηρά σαν να με γνώριζε. Τι στο διάολο γινόταν, αναρωτήθηκα για άλλη μια φορά. Ποιος είναι αυτός που με χαιρέτησε; Τον καλημέρισα, ωστόσο, και άραξα στο καφενείο λίγα μέτρα πιο δίπλα.

Μόλις έκατσα σε μια άβολη ξύλινη καρέκλα και το κινητό μου χτύπησε. Ήταν ο Ντάνι. «Σε βλέπω, κατάκοπε τζόβενε να κατεβαίνεις τα σκαλιά. Κάθομαι στην αυλή του καφενείου, ευθεία και αριστερά σου». Μια νταρντάνα σερβιτόρα μου πήρε παραγγελία και με το υγρό χαμόγελο της με έκανε να αισθανθώ καλύτερα.

 Ο Ντάνι ήταν ένας τύπος που γνώρισα πριν κάτι χρόνια σε μια κερκίδα γηπέδου. Ανάμεσα σε κάτι ευχολόγια που κερνούσαμε τους οπαδούς της απέναντι ομάδας. Εκεί ενώθηκαν τα χνώτα μας. Ύστερα γίναμε και συνάδελφοι. Ντελιβεράδες. Ήταν ένας κοντοπίθαρος με χαρακτηριστικά μοντέλου. Καστανόξανθος, πράσινα μάτια και φωνή αισθαντική. Κάθε γυναίκα τον γούσταρε, αρκεί να μην ήταν πολύ ψηλότερή του. Μέχρι τα εκατόν εξήντα πέντε, άντε μετά βίας εκατόν εβδομήντα εκατοστά, τα κατάφερνε μια χαρά.

Ήρθε και άρπαξε τον καπνό να ρολάρει ένα τσιγάρο και κάθισε δίπλα μου αμίλητος. «Πού είναι η Τζου; με ρώτησε». Ύστερα από λίγα λεπτά σιωπής… «πού στο διάολο βρεθήκαμε εδώ;», του απάντησα.

Η Τζου, αυτός ο θηλυκός διάβολος. Ξαδέρφη του Ντάνι. Βέβαια, είχαν μια τόσο μακρινή συγγένεια που κατά λάθος κάποτε, πάνω στην κουβέντα τους, ύστερα από ένα μπαλαμούτιασμα, συνειδητοποίησαν ότι είναι πολύ μακρινά ξαδέρφια. Από τότε, ο δικός μου έκοψε κάθε σεξουαλική δραστηριότητα μαζί της, αλλά αυτή όντας κολλημένη με το παρεάκι, έρχεται μαζί μας πάντα και παντού με νέα πλέον ιδιότητα. Η ξαδέρφη Τζου.

«Αδερφέ, να τα πάρουμε με τη σειρά», του είπα. «Πώς στον διάολο καταλήξαμε να κοιμόμαστε στο βαγόνι; Πού είναι το αμάξι μου;». Εκείνος, με κουρδιστη φωνή, μου εξήγησε πως πια δεν είχα αμάξι. Είχαμε μεθύσει τόσο πολύ, που άρχισα να προκαλώ τον καθένα με ηλίθια στοιχήματα. Μέχρι που κατέληξα να στοιχηματίζω το αμάξι μου. Βέβαια ήταν μια άσπρη σακαράκα, αλλά τη δουλειά του την έκανε. Ένα φιατάκι του ογδόντα, με σπασμένες αναρτήσεις, αλλά με δερμάτινα καθίσματα. Σκισμένα μεν, αλλά αρκετά εντάξει.

Άρχισα να θυμάμαι το μπαρ και το χαμό που κάναμε. «Καφέ-Μπαρ: η Αλήτισσα Πέρδικα». Μου ήρθε στο νου ένα στοίχημα διακόσια ευρώ που έβαλα με έναν αγρότη. Έριξα ζάχαρη πάνω στο μπαρ και στοιχημάτισα ότι θα μαζευτούν λιγότερες από έξι μύγες μέσα σε τέσσερα λεπτά. Με κόντραρε ο τύπος και πόνταρε ότι θα μαζευτούν περισσότερες. Ε, και έχασα εκείνα τα διακόσια ευρώ. Ε, κάπως έτσι θα έχασα και το αμάξι. Αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ το πώς. Ούτε και ο Ντάνι, βέβαια. Απλά θυμόταν ότι στο βαγόνι φτάσαμε ποδαράτοι.

Μετά από λίγες τζούρες καφέ και αρκετά τσιγάρα, το μυαλό ξύπνησε για τα καλά. Λύθηκε η γλώσσα μας με τον Ντάνι και τα θυμηθήκαμε όλα. Το ανελέητο πιώμα της προηγούμενης βραδιάς με τα στοιχήματα και τους χαζοτσακωμούς και το χαλβάδιασμα της Τζου από τους ντόπιους.

 Είχαμε βρεθεί σε μια κωμόπολη λοιπόν της Ελλάδας, τη Βάρδα. Ήταν λίγο έξω από την Πάτρα, καμιά πενηντάρα χιλιόμετρα. Βγήκαμε για ένα τσίπουρο στην Πάτρα, όπου ζούσαμε εκείνη την περίοδο, και καταλήξαμε σε ένα τελειωμένο μπαρ στη Βάρδα. Τώρα… πώς τα καταφέραμε και καταλήξαμε εκεί, ένας θεός ξέρει. Εκεί λοιπόν χάθηκε το αμάξι. Πάει το αμαξάκι μου. Όμως, χάσαμε και τη Τζου εκτός από το αμάξι. Δύο τα δεινά. Τη Τζου την παίρναμε τηλέφωνο στο κινητό, αλλά δεν απαντούσε. Με το αμάξι δεν είχαμε αυτή τη δυνατότητα. Τέλος πάντων.

Καθόμασταν στο καφενείο και ο ήλιος έγλειφε την άσφαλτο μπροστά μας, δημιουργώντας μια πνιγηρή ατμόσφαιρα. «Λες να ανησυχήσουμε για την Τζου ή θα εμφανιστεί από καμιά γωνία μες στην τρελή χαρά;», με ρώτησε ο Ντάνι. «Ας περιμένουμε λίγο μέχρι να μεσημεριάσει», του απάντησα, και στο μεταξύ πήγα να ρωτήσω τον τύπο στο μπακάλικο μπας και την έχει δει καθόλου από το πρωί που είχε πιάσει δουλειά.

«Παίχτη μου, γεια σου και πάλι. Κάπου με ξέρεις αλλά, μα το Δία, πέρασα τέτοιο χανγκόβερ που δε σε θυμάμαι καθόλου», του είπα μπαίνοντας στο μπακάλικο και προσπάθησα να είμαι αρκετά ευγενικός. «Κύριε Ζακοντιάν, πώς γίνεται να μη σας θυμάμαι! Χτες βράδυ κεράσατε όλους τους θαμώνες της Πέρδικας δυο και τρεις φορές, ήμουν και εγώ εκεί», απάντησε. Τι όνομα είναι αυτό, σκέφτηκα, πώς μου ρθε να τους πω ότι με λένε έτσι; Αλλά το προσπέρασα γιατί δεν ήταν αυτό το θέμα μου, άσε που ο χώρος εκεί μύριζε πεθαμένα όνειρα και μου ερχόταν αναγούλα.

«Κύριε Ζακοντιάν, είστε ελεύθερος μετά τις τρεις που σχολάω;», με ρώτησε ο νεαρός πίσω από το γκισέ. Ήταν λεπτός σαν ζαχαροκάλαμο και με πεταχτά αυτιά που στήριζαν τα κόκκινα γυαλιά μυωπίας του. Πήγε το μυαλό μου ότι με χαλβάδιαζε ο τύπος, ήμουν και άγνωστος στην κωμόπολη εκεί, και ίσως άδραξε την ευκαιρία. «Φίλε μου, η ελευθερία είναι σαν τον έρωτα, αφηρημένη έννοια. Υπάρχει γιατί ποτέ δεν την κατακτούμε. Την περιγράφουμε ναι, την κυνηγάμε ναι, την νιώθουμε στιγμιαία ναι, αλλά όχι ποτέ δεν τη τσακώνουμε από τα μαλλιά.» Αυτός, απέναντι στα λεγόμενά μου, έμεινε με ανοιχτό το στόμα και αντί να τον αποφύγω με τις αερολογίες μου, πέτυχα το αντίθετο. «Θέλω να πάμε στην παραλία μετά, οι δυο μας», μου πέταξε χωρίς καμιά αναστολή. Του εξήγησα πως είμαι στρέιτ, φανατικός θαυμαστής της γυναικείας ιδιοσυγκρασίας και τον χαιρέτησα ευγενικά μεν, κοφτά δε, και βγήκα από το μπακάλικο. Μηδέν στο πηλίκο, ούτε καν ρώτησα για τη Τζου.

Πηγαίνοντας ξανά στο καφενείο να συναντήσω τον Ντάνι, θυμήθηκα την Άντα. Μια ιδιοσυγκρασία θηλυκή με καμπαρένια χείλη, που είχαμε χωρίσει και τα είχαμε ξαναβρεί εκείνη την εποχή πάνω από δέκα φορές. Ωραία τύπισσα, μου την είχε γνωρίσει η Τζου. Ωραίο ποτό και το καμπάρι με λίγο σόδα και μια φέτα πορτοκάλι. Πού διάολο όμως ήταν η Τζου;

(Συνεχίζεται…)

(Για το δεύτερο μέρος της ιστορίας πατήστε το γαλάζιο πλαίσιο)

Leave a comment